- cytotrope
- цитотропный
Dictionnaire médical français-russe.
Dictionnaire médical français-russe.
κυτταροτρόπος — ο 1. βιολ. (για ουσίες) αυτός που έχει την ιδιότητα να ελκύεται από τα κύτταρα στα οποία και προσκολλάται 2. φρ. (βιολ. φαρμ.) «κυτταροτρόπο φάρμακο» χημειοθεραπευτικός παράγοντας που στερεώνεται σε ορισμένες ουσίες τού οργανισμού και όχι στα… … Dictionary of Greek
citotrop — CITOTRÓP, Ă adj. (despre substanţe, virusuri) care are proprietatea de a fi atras şi fixat de celule. (< fr. cytotrope) Trimis de raduborza, 15.09.2007. Sursa: MDN … Dicționar Român